Ἀφροδισίου

Ἀφροδισίου
Ἀφροδίσιος
belonging to the goddess of love
masc/neut gen sg
Ἀφροδίσιος
belonging to the goddess of love
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀφροδισίου — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut gen sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυνανισμός — Η τεχνητή πρόκληση αφροδίσιου οργασμού στους άντρες και στις γυναίκες. Ο α. παρατηρείται συνήθως στην αρχή της εφηβείας, συχνά όμως και στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, οπότε είναι μάλλον ακίνδυνος (ψευδοαυνανισμός). Οι συνέπειες του α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αφροδισιάς — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Μικρή παραλιακή πόλη της Λακωνικής. (βλ. λ. Αφροδισία ή Αφροδισιάς). 2. Πόλη της Θράκης που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πτολεμαίο. Ήταν χτισμένη στα βόρεια του Εξαμιλίου κοντά στον Μέλανα ποταμό και φαίνεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • Βελημάχι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 136 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, μεταξύ του ποταμού Ερύμανθου και του Αφροδίσιου όρους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοντοβαζαίνης …   Dictionary of Greek

  • Λάδωνας — Ποταμός (70 χλμ.) στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, παραπόταμος του Πηνειού. Διασχίζει τους νομούς Αχαΐας, Αρκαδίας και Ηλείας. Ο Λ. πηγάζει από τις νοτιοδυτικές πλαγιές του Χελμού, όπου ονομάζεται Αροάνιος και κυλά Ν, κοντά στο Ζευγολατιό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”